- παρώμαλος
- παρ-ώμαλος, fast gleich
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
παρώμαλος — nearly even masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρώμαλος — ον, Α σχεδόν ομαλός ή ίσος («κύκλος τῆς νήσου τετρακόσιοι στάδιοι, παρώμαλος τὸ πλάτος», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὁμαλός (πρβλ. αν ώμαλος). Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek